- ασφάλειας, μηχανισμός
- Στα διάφορα όπλα, όπως και σε άλλα πεδία της τεχνικής, η διάταξη που εμποδίζει την πρόωρη λειτουργία ενός ορισμένου μηχανισμού. Έτσι, π.χ. στους πυροσωλήνες των οβίδων, η αδράνεια των κινητών εσωτερικών μαζών ή η φυγόκεντρη δύναμη θέτουν σε ενέργεια το σύστημα έκρηξης, μόνο μετά την εκτόξευση του βλήματος από το στόμιο της κάνης. Στα φορητά όπλα η εκτίναξη του επικρουστήρα παρεμποδίζεται μέχρις ότου ο σκοπευτής κινήσει τον αντίστοιχο μηχανισμό εμπλοκής. Στα πυροβόλα, η λειτουργία του συστήματος πυροδότησης είναι αδύνατη, αν το κλείστρο δεν είναι εντελώς κλειστό. Στους υποβρύχιους τορπιλοσωλήνες ειδικές μηχανικές επαφές δεν επιτρέπουν το άνοιγμα του καλύμματος, εάν το κινητό πυθμένιο δεν είναι κλειστό, και αντίθετα. Στις τορπίλες, μια ειδική διάταξη εμποδίζει την εκκίνηση της μηχανής, εφόσον το όπλο είναι ακόμα στον τορπιλοσωλήνα ή στον αέρα. Στις νάρκες θαλάσσης, ο οπλισμός καθυστερεί από διάφορες διατάξεις ανάλογα του τύπου της νάρκης (μαγνητική, ακουστική κλπ.), ώστε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στο πλοίο πόντισης ναρκών να απομακρυνθεί. Στις αντιαρματικές νάρκες και στις νάρκες κατά προσωπικού, ο επικρουστήρας είναι σε εμπλοκή κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και της τοποθέτησης του όπλου, μέχρις ότου αφαιρεθούν ορισμένες ειδικές περόνες (κεραίες). Στις βόμβες των αεροπλάνων, διάφοροι μηχανισμοί επιτρέπουν τη λειτουργία του μόνο σε απόσταση ασφαλείας από το αεροσκάφος.
Dictionary of Greek. 2013.